προΐκω

προΐκω
Μ
προϊκνοῡμαι*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἵκω «έρχομαι, φθάνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προίκω — προί̱κω , πρό ἵκω come pres subj act 1st sg προί̱κω , πρό ἵκω come pres ind act 1st sg προίκω , πρό ἱκνέομαι come aor subj act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίκω — ἵκω (Α) έρχομαι, φθάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Στη λεξιλογική ομάδα τού ἵκω ορισμένοι τ. εμφανίζουν βραχύ ἵ (πρβλ. ικάνω, ικνούμαι), ενώ άλλοι τ. μακρό ῑ (πρβλ. ίκω, ίγμαι). Είναι δυνατόν, λοιπόν, η οικογένεια τού ρ. ἵκω να ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”